- πνεύμα
- -ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις, καθετί που βρίσκεται εκτός τού αισθητού κόσμου, εκτός τής ύλης («πνεῡμα ὁ θεὸς καὶ τοὺς προσκυνούντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῑ προσκυνεῑν», ΚΔ)4. η πνοή τής ζωής, η ζωοποιός αρχή5. η βούληση, η θέληση, η ψυχική διάθεση (α. «στις διαπραγματεύσεις επικράτησε πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης» β. «τὸ μὲν πνεῡμα πρόθυμον, ἡ δὲ σάρξ ἀσθενής», ΚΔ)7. στον πληθ. τα πνεύματασημεία τού γραπτού λόγου που είναι γνωστά ως δασεία και ως ψιλή και τών οποίων η παρουσία σήμαινε ότι στη συγκεκριμένη συλλαβή, εκτός από την προφορά τού κύριου φθόγγου, εκπέμπονταν από το στόμα τού ομιλητή και μια ποσότητα αέρα, η οποία στην πρώτη περίπτωση, τής δασείας, ήταν εμφανής και στη δεύτερη περίπτωση, τής ψιλής, ήταν ανεπαίσθητη8. φρ. α) «Άγιο(ν) Πνεύμα» — το τρίτο πρόσωπο τής Αγίας Τριάδας το οποίο αποτελεί με τον Πατέρα και τον Υιό τον τριαδικό θεό τού χριστιανισμού και είναι ομοούσιο και ομότιμο προς τα δύο άλλα πρόσωπα, διακρινόμενο από αυτά κατά την υπόσταση («καὶ εἰς τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῡ Πατρὸς εκπορευόμενον», Μηναί.)β) «πνεύμα Θεού» και «πνεύμα Κυρίου» — η θεία δύναμη, η θεία βούλησηγ) «άχραντα πνεύματα» — οι άγγελοιδ) «κακό(ν) πνεύμα» — ο δαίμονας, ο διάβολος, ο σατανάςε) «οι πτωχοί τῳ πνεύματι» — οι ταπεινόφρονες, οι ταπεινοί, οι καταφρονεμένοι («μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσωσι τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ΚΔ)στ) «δασύ πνεύμα» — η δασείαζ) «ψιλό(ν) πνεύμα» — η ψιλή.νεοελλ.1. (φιλοσ.) όρος που χρησιμοποιείται αφ' ενός για να χαρακτηρίσει την αρχή τής ζωής, την ψυχή και τα ψυχικά φαινόμενα, σε αντιδιαστολή προς το σώμα και την ύλη, και, αφ' ετέρου για να δηλώσει τον νου, τον λόγο, το αντίθετο τής ύλης, την νοούσα πραγματικότητα και το νοούν υποκείμενο, σε αντιδιαστολή και σε αντίθεση με το νοούμενο αντικείμενο2. (κατά τη μαρξιστική αντίληψη) υπαρξιακή ανακλαστική οντότητα, παράγωγο τού υλικού Είναι και προϊόν τής ιστορικο-κοινωνικής εξέλιξης και ανάπτυξής του, συνώνυμο τής συνείδησης, τής νόησης, τής νοημοσύνης, τής σκέψης, τού λογικού3. το αληθινό περιεχόμενο, το βαθύτερο νόημα, η ουσία μιας έννοιας, ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, σε αντιδιαστολή με τον εξωτερικό τύπο, το σχήμα, την εμφάνιση, το γράμμα (α. «το πνεύμα τού νόμου» β. «το πνεύμα τού συγγραφέα»)4. (στους πνευματιστές) η ψυχή νεκρού η οποία, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να επικοινωνήσει με τους νεκρούς5. χιούμορ, εύθυμη διάθεση6. χημ. (παλαιός όρος) η αλκοόλη7. στον πληθ. τα πνεύματαοι ψυχές τών νεκρών («στη θύρα την ολόχρυση τής Παντοδυναμίας, πνεύματα μύρια παλαιά», Σολωμ.)8. φρ. α) «πνεύματα τής φύσεως»(κατά τους αποκρυφιστές) οι οντότητες, οι υπάρξεις που δεν είναι ορατές στη φύσηβ) «παρέδωσε το πνεύμα» — πέθανεγ) «κάνω πνεύμα» — λέω ευφυολογήματαδ) «πουλάω πνεύμα» — λέω εξυπνάδεςε) «έχει πνεύμα» ή «είναι πνεύμα» — είναι ευφυής, έχει ανώτερη νοημοσύνηστ) «επιχειρηματικό πνεύμα»i) το σύνολο τών δεξιοτήτων που οδηγούν σε επιτυχία στον τομέα τών επιχειρήσεωνii) το άτομο που έχει αυτές τις δεξιότητεςζ) «εφευρετικό πνεύμα»i) το σύνολο τών πνευματικών ικανοτήτων που οδηγούν στην εύρεση νέων πραγμάτωνii) το άτομο που έχει τις ικανότητες αυτέςη) «ανήσυχο πνεύμα» — άτομο που δεν επαναπαύεται αλλά αναζητεί συνεχώς νέες κατευθύνσειςθ) «το πνεύμα τής εποχής» — οι αντιλήψεις, οι ιδέες, το ύφος μιας εποχήςνεοελλ.-μσν.1. σύμβολα τής εκφωνητικής σημειογραφίας2. (βυζ. μουσ.) κατηγορία τών χαρακτήρων ποσότητας τής βυζαντινής σημειογραφίαςαρχ.1. πνοή, φύσημα, κίνηση τού αέρα («ὅλον τὸν κόσμον πνεῡμα καὶ ἀὴρ περιέχει», Αναξιμ.)2. ήπιος άνεμος («κατὰ πρύμναν ἵσταται τὸ πνεῡμα», Θουκ.)3. ο αέρας ως στοιχείο τής φύσης4. αναπνοή, ανάσα5. η ύπαρξη τού ανθρώπου, η ζωή («πᾱσαν σάρκαν ἐν ᾖ ἐστὶ πνεῡμα ζωῆς ὑποκάτω τοῡ οὐρανοῡ», ΠΔ)6. έμπνευση («τὸ ἱερὸν καὶ δαιμόνιον ἐν μούσαις πνεῡμα», Πλουτ.)7. αέρας που βγαίνει από το στομάχι8. κάθε τι που αποπνέεται, οσμή, αναθυμίαση9. πληθ. τὰ πνεύματααέρας με τον οποίο νόμιζαν ότι είναι γεμάτες οι φλέβες («πνευμάτων ἀπολήψεις ἀνὰ φλέβας», Ιπποκρ.)10. ευνοϊκή διάθεση, καλοσύνη («ἴσως ἄν ἔλθοι θελεμωτέρῳ πνεύματι», Αισχύλ.)11. φρ. α) «κατὰ πνεῡμα προσέρχομαι» — βαδίζω σύμφωνα με την κατεύθυνση τού αέραβ) «ἀπορρήγνυμι τὸ πνεῡμα» — πεθαίνωγ) «πνεῡμα ἀφίημι» — εκπνέω, πεθαίνωδ) «τὸ πνεῡμα ἔχω ἄνω» — πάσχω από δύσπνοια, δυσκολεύομαι να ανασάνωε) «γίγνεται τὸ πνεῡμα ἄνω» — κόβεται η αναπνοή μουστ) «πνεῡμα λείπω» — πεθαίνωζ) «τὸ πνεῡμα ἀναφέρω» — αναπνέω βαριάη) «ἀνέλκω τὸ πνεῡμα εἰς τὰς ῥίνας» — ολολύζω, θρηνώ γοεράθ) «πνεύματος διαρροαί» και «πνεύματος διέξοδοι» — ο λαιμός, η δίοδος τού φάρυγγαι) «πνεῡμα διὰ πολλοῡ χρόνου» — η διακοπτόμενη αναπνοήια) «πνεῡμα πρόσκοπτον» — διακοπτόμενη αναπνοή, δύσπνοιαιβ) «πνεῡμα ἄσημον» — ασθενής, αδύνατη αναπνοήιγ) «πνεῡμα μετέωρον» — αναπνοή που σβήνειιδ) «αἰδοῑον πνεῡμα» — διαθέση σεβασμούιε) «πνεῡμα πυκνόν» και «πνεῡμα ἀλιζόμενον» — γρήγορη, πυκνή αναπνοή12. παροιμ. φρ. «ἄνθρωπος ἐστὶ πνεῡμα καὶ σκιὰ μόνον», Σοφ.ο άνθρωπος είναι φθαρτός, μόνο το πνεύμα του επιζεί.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα πνευ- τού πνέω* + κατάλ. -μα. Η σημ. τής λ. πνεύμα αναφορικά προς τη σημ. τού ρ. πνέω «φυσώ, φουσκώνω, αναπνέω» έχει εξελιχθεί σημαντικά και χρησιμοποιήθηκε ήδη από την Αρχαία Ελληνική για να δηλώσει τις ψυχικές λειτουργίες και τις διανοητικές ικανότητες τού ανθρώπου, την γνώμη, την βούληση, την έμπνευση, με φιλοσοφικές και μεταφυσικές προεκτάσεις.ΠΑΡ. πνευματικός, πνευματώδηςαρχ.πνευμάτιος, πνευματίτης, πνευματώαρχ.-μσν.πνευματίας, πνευματίζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πνευματοκλήτωρ, πνευματομάχος, πνευματοτόκοςαρχ.πνευματοδώτης, πνευματόεργος, πνευματόμφαλος, πνευματόφρους, πνευματόφωςαρχ.-μσν.πνευματογράφος, πνευματοδόχος, πνευματοκίνητος, πνευματοποιός, πνευματοφόροςμσν.πνευματέμφορος, πνευματοειδής, πνευματορήτωρ(μσν. νεοελλ.) πνευματοκιθάρανεοελλ.πνευματογραφία, πνευματοθεραπεία, πνευματοκρατία, πνευματοκτόνος, πνευματοκύστη, πνευματολατρ(ε)ία, πνευματολογία, πνευματολόγος, πνευματόλυση, πνευματόμετρο, πνευματουρία, πνευματούχος, πνευμοδυναμόμετρο, πνευμοεγκεφαλογραφία, πνευμοεντερίτιδα, πνευμοθώρακας, πνευμοκύστη. (Β συνθετικό) αρχ. ανάπνευμα, διάπνευμα, πρόσπνευμανεοελλ.ξυλόπνευμα, οινόπνευμα, στεμφυλόπνευμα].
Dictionary of Greek. 2013.